- έκκοιλος
- ἔκκοιλος, -ον (Α)βαθουλός, σκαμμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκκοιλοι — ἔκκοιλος sunken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek